- λάγειος
- λάγειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος (Α) [λαγώς]αυτός που ανήκει στον λαγό ή προέρχεται από αυτόν, λαγήσιος («λάγεια κρέα», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάγειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγείων — λάγειος fem gen pl λάγειος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάγειον — λάγειος masc acc sg λάγειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγείῳ — λάγειος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάγεια — λάγειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
lai — LAI, LÁIE, lăi, adj. (pop.) Negru sau negru amestecat cu alb. ♢ expr. Că e laie, că i bălaie sau ba e laie, ba i bălaie = ba una, ba alta; aşa şi pe dincolo. Ori laie, ori bălaie = ori una, ori alta; alege! Nici laie, nici bălaie = nici aşa, nici … Dicționar Român